- οθονιακός
- ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακόςο έμπορος υφασμάτων3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόνφόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σελην-ιακός)].
Dictionary of Greek. 2013.